- πρόσωπον
- τὸ πρόσ|ωπον 1. лицо; личина (маска); 2. личность
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
πρόσωπον — face neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐδεὶς ἔπτυσεν εἰς τὸν οὐρανόν, ὡς μὴ τὸ πτύσμα πρὸς τὸ αὐτοῦ καταπεσεῖν πρόσωπον. — См. Вверх не плюй: себя побереги … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
προσώπω — πρόσωπον face neut nom/voc/acc dual πρόσωπον face neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωπάτων — πρόσωπον face neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσώπασι — πρόσωπον face neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσώπασιν — πρόσωπον face neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσώπατα — πρόσωπον face neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσώποιν — πρόσωπον face neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσώποις — πρόσωπον face neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσώποισι — πρόσωπον face neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσώποισιν — πρόσωπον face neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)